- αναφλώ
- ἀναφλῶ (-άω) (Α) [φλω]1. προκαλώ με το χέρι στύση του πέους2. έχω στύση του πέους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναφλῶ — ἀ̱ναφλῶ , ἀναφλάω masturbari imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀναφλάω masturbari pres imperat mp 2nd sg ἀναφλάω masturbari pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀναφλάω masturbari pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναφλάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλώ — άω, Α λειώνω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλῶ έχει προέλθει από συμφυρμό τών ρ. θλῶ «σπάζω» και φλίβω* «σπάζω, συντρίβω» (πρβλ. και το ρ. θλίβω, επίσης προϊόν συμφυρμού) και απαρτίζει, μαζί με τα ρ. θλῶ* και κλῶ*, μια ομάδα λ. με έντονες… … Dictionary of Greek